- εξασφαλιστικός
- η , ό[ν] обеспечивающий, гарантирующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξασφαλιστικός — ή, ό αυτός που προσφέρεται για εξασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξασφαλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κωνστ. Φρεαρίτη] … Dictionary of Greek
εξασφαλιστικός — ή, ό που εξασφαλίζει, που συντελεί στην εξασφάλιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατοχυρωτικός — ή, ό [κατοχυρώνω] 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για την καλή οχύρωση ενός πράγματος 2. αυτός που συντελεί στην εξασφάλιση, προστατευτικός, εξασφαλιστικός (α. «κατοχυρωτικός νόμος» β. «κατοχυρωτικό διάταγμα») … Dictionary of Greek